- νεραΐδογεννημένος
- -η, -οαυτός που γεννήθηκε από νεράιδα, αλλ. νεραϊδογέννητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεραϊδογεννημένος — η, ο αυτός που γεννήθηκε από νεράιδα … Dictionary of Greek
νεραϊδογέννητος — η, ο νεραϊδογεννημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + γεννώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
νεραϊδογέννητος — η, ο βλ. νεραϊδογεννημένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)